βιαιοτης

βιαιοτης
    βιαιότης
    -ητος ἥ Plut. = βιασμός См. βιασμος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "βιαιοτης" в других словарях:

  • βιαιότης — violence fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιαιότητα — βιαιότης violence fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιαιότητος — βιαιότης violence fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιαιότητα — η (AM βιαιότης) [βίαιος] η ιδιότητα του βίαιου νεοελλ. βίαιη πράξη ή ενέργεια …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»